λοιπός

λοιπός
-ή,-όν + A 10-56-9-7-38=120 Gn 45,6; Ex 28,10; 29,12.34; 39,11(32)
remaining Gn 45,6; remaining, other Ex 28,10
ὁ λοιπός [+subst.] the rest of Ex 29,12; τὰ λοιπά the rest Ex 29,34; οἱ λοιποί the others, the rest 1 Mc 2,44; τὸ λοιπὸν τοῦ θερισμοῦ the rest of the harvest, the remainder of the harvest Lv 23,22; τὸ λοιπὸν ἀπὸ τῆς θυσίας the rest of the sacrifice, the remainder of the offering Lv 2,3
Cf. LE BOULLUEC 1989 371.372; →TWNT (sub λεῖμμα)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοιπός — remaining over masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπαῖς — λοιπός remaining over fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιπαί — λοιπός remaining over fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖς — λοιπός remaining over masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖσι — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῖσιν — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποί — λοιπός remaining over masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιποῦ — λοιπός remaining over masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”